- δηλητηριῶδες
- δηλητηριώδηςnoxiousmasc/fem voc sgδηλητηριώδηςnoxiousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
ευφορβία — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… … Dictionary of Greek
ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… … Dictionary of Greek
κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
ακρόχορδο — (acrochordus). Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ακροχορδιδών. Τα υδρόβια αυτά φίδια ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Ινδίας, της χερσονήσου της Ινδοκίνας και των νησιών της Ινδονησίας. Φτάνουν… … Dictionary of Greek
отравьныи — (3*) пр. 1.Содержащий яд: иже ѡтравьноѥ ѡно брашьно сънѣдъ. словѹ да подастьс˫а (δηλητηριῶδες) ЖФСт к. XII, 155; въ волноѥ ѹбииство въмѣнѧютсѧ. и ина кака˫а зели˫а дающе ѹбиици сѹть и ти. и приѥмлющеѥ [так!] ѿ нихъ отравныѣ вилы. [вм. виды?] (τὰ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)